- αντικαρκινικός
- -ή, -όαυτός που αποβλέπει στην πρόληψη του καρκίνου και στη θεραπεία ή την ανακούφιση των καρκινοπαθών («αντικαρκινικό ίδρυμα, αντικαρκινικός έρανος, αντικαρκινική εκστρατεία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικαρκινικός — ή, ό αυτός που υποβοηθεί τη θεραπεία του καρκίνου: Ο αντικαρκινικός αγώνας εντείνεται σ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek